ἀπανθῶ

ἀπανθῶ
ἀπανθέω
finish blooming
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀπανθέω
finish blooming
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀπανθέω
finish blooming
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀπανθέω
finish blooming
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απανθώ — ἀπανθῶ ( έω) (Α) (κυρίως μτφ.) παύω να ανθώ, μαραίνομαι …   Dictionary of Greek

  • ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά …   Dictionary of Greek

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”